κωματώδης


κωματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
κωματώδης αρχαία ελληνική κωματώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ κωματώδης -ης, -ες

✦ ο χαρακτηριστικός του κώματος, ληθαργικός: κωματώδης κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.