κωλύω
Προφορά
Ετυμολογία
κωλύω αρχαία ελληνική κωλύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κωλύω
✦ εμποδίζω, παρεμποδίζω
✦ (παθ.) κωλύομαι, δεν είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω ή να ανταποκριθώ σε κάτι εξαιτίας εμποδίων, δυσμενών συνθηκών: ο κύριος υπουργός πολύ θα ήθελε να σας δεχθεί, αλλά δυστυχώς κωλύεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–