κωλότσεπη


κωλότσεπη
Προφορά

Ετυμολογία
κωλότσεπη κώλος + τσέπη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κωλότσεπη

✦ η τσέπη στο πίσω μέρος παντελονιού ή φούστας που καλύπτει τους γλουτούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.