κωλόπαιδο
Προφορά
Ετυμολογία
κωλόπαιδο κωλο- + παιδί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κωλόπαιδο
✦ υβριστ. χαρακτηρ. για άτομο ιδ. νεαρό, που δεν συμπεριφέρεται σωστά, που η συμπεριφορά του δεν έχει στοιχεία καλής ανατροφής
✦ (γεν.) χαρακτηρισμός που απευθύνουμε σε άτομο που, για οποιοδήποτε λόγο, μας έχει ενοχλήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–