κωλόκουρο
Προφορά
Ετυμολογία
κωλόκουρο κωλο- + κουρά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κωλόκουρο
✦ το κακής ποιότητας μαλλί που λαμβάνεται από τα πρόβατα από το κούρεμα της ουράς και των μηρών τους, στην αρχή της άνοιξης
✦ (μτφ. ) δωροδοκία· ιδ. το χρηματικό ποσό που λαμβάνει κάποιος για να αποχωρήσει, από δημοπρασία και να συντελέσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μεγαλύτερα κέρδη του αναδόχου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–