κωλυσιεργός


κωλυσιεργός
Προφορά

Ετυμολογία
κωλυσιεργός μεταγενέστερη ελληνική κωλυσιεργός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κωλυσιεργός -ός, -ό

✦ αυτός που σκοπίμως κωλύει, εμποδίζει την εκτέλεση έργου, εργασίας κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.