κωλοπιλάλα


κωλοπιλάλα
Προφορά

Ετυμολογία
κωλοπιλάλα κωλο- + πιλάλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κωλοπιλάλα

✦ πιεστική ανάγκη για αποπάτηση
(μτφ. ) μεγάλη βιασύνη, αγωνία για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.