κωλάδικο


κωλάδικο
Προφορά

Ετυμολογία
κωλάδικο κώλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κωλάδικο

✦ κέντρο διασκέδασης στο οποίο υπάρχουν νούμερα ανδρικού και γυναικείου στριπτίζ: στη θέση του (του κινηματογράφου) ένα «κωλάδικο» κέντρο διασκέδασης όπου αγοράκια και κοριτσάκια κάθε ηλικίας θα προσφέρουν στους πελάτες όλα τα μέρη των ωραίων, προφανώς, κορμιών τους (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.