κωθώνι
Προφορά
Ετυμολογία
κωθώνι μεταγενέστερη ελληνική κωθώνιον, υποκοριστικό του κώθων (= λακωνικό ποτήρι που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κωθώνι
✦ άχαρος και άπειρος νεοσύλλεκτος στρατιώτης
✦ (μτφ. ) βλάκας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–