κωδίκευση


κωδίκευση
Προφορά

Ετυμολογία
κωδίκευση απόδ. στην └ελλ┘ του └γαλλ┘ όρου codage

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κωδίκευση

✦ η διαδικασία κατά την οποία μια αλληλουχία σημάτων ή πληροφοριών μεταγράφονται από ένα σύστημα σε άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.