κυώ


κυώ
Προφορά

Ετυμολογία
κυώ αρχαία ελληνική κυῶ

Ερμηνεία
κυώ

✦ -είς, εί ρ. (κύησα) είμαι έγκυος, εγκυμονώ: ξανασυνέλαβε, κύησε, γέννησε και ανέθρεψε το δεύτερό της γιο (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.