κυψελώδης


κυψελώδης
Προφορά

Ετυμολογία
κυψελώδης κυψέλη

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυψελώδης -ης, -ες

✦ αυτός που έχει κυψέλες, κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.