κυψελίδα


κυψελίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κυψελίδα μεταγενέστερη ελληνική κυψελίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κυψελίδα

✦ μικρή κυψέλη
✦ μικρή κοιλότητα των πνευμόνων
✦ έκκριμα των σμηγματογόνων αδένων του ακουστικού πόρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.