κυψέλη
Προφορά
Ετυμολογία
κυψέλη αρχαία ελληνική κυψέλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κυψέλη
✦ φυσικό κοίλωμα ή κιβώτιο όπου διαμένουν οι μέλισσες και εναποθέτουν το μέλι
✦ (μτφ. ) τόπος εντατικής εργασίας
✦ (ανατομ.) κοιλότητα οστού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–