κυτταρογενετικός


κυτταρογενετικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυτταρογενετικός κύτταρο + γενετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυτταρογενετικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην κυτταρογένεση
✦ θηλ. κυτταρογενετική ως ουσ., κλάδος της γενετικής που μελετά τη δομή των χρωμοσωμάτων σε φυσιολογική και παθολογική κατάσταση, καθώς και τους κληρονομούμενους χαρακτήρες ή αρρώστιες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.