κυστεκτομή


κυστεκτομή
Προφορά

Ετυμολογία
κυστεκτομή κύστη + εκτέμνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κυστεκτομή

(ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης
✦ (γεν.) αφαίρεση κύστης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.