κυρωτικός


κυρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυρωτικός μεταγενέστερη ελληνική κυρωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυρωτικός -ή, -ό

✦ που προσδίνει κύρος, επικυρωτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακυρωτικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.