κυρτός
Προφορά
Ετυμολογία
κυρτός αρχαία ελληνική κυρτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κυρτός -ή, -ό
✦ καμπύλος, καμπουρωτός
✦ λυγισμένος
✦ λοξός, πλάγιος
✦ (για πρόσ.) καμπούρης: είν’ ένας γέροντας εξηντλημένος και κυρτός (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κοίλος
Επιρρήματα
κυρτά (Κ κυρτώς)