κυριολεχτώ


κυριολεχτώ
Προφορά

Ετυμολογία
κυριολεχτώ μεταγενέστερη ελληνική κυριολεκτῶ

Ερμηνεία
κυριολεχτώ

✦ κ. κυριολεχτώ, -είς, -εί ρ. μιλώ με κυριολεξία, ακριβολογώ

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακυρολεκτώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.