κυριλέ


κυριλέ
Προφορά

Ετυμολογία
κυριλέ κύριος

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ κυριλέ

✦ (αργκό) που δείχνει κύριος, που ταιριάζει σε κύριο, με την έννοια του οικονομικά ευκατάστατου και, συνεπώς, συντηρητικού: κυριλέ ντύσιμο – κυριλέ ζαχαροπλαστεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.