κυριεύω


κυριεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κυριεύω αρχαία ελληνική κυριεύω

Ερμηνεία
ρήμα κυριεύω

✦ γίνομαι κύριος, κατακτώ: το φρούριο κυριεύτηκε ύστερα από πολύχρονη πολιορκία
✦ (μτφ. για πάθη, ιδέες) κατέχω, ασκώ τυραννική επιρροή: τον κυρίεψε το πάθος της εκδίκησης – κάθε τόσο κυριεύεται από έμμονες ιδέες

Συνώνυμα
εκπορθώ, πατώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.