κυριαρχία
Προφορά
Ετυμολογία
κυριαρχία μεσαιωνική ελληνική κυριαρχία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κυριαρχία
✦ η εξουσία
✦ η άσκηση επίδρασης ή η επιβολή της θέλησης ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων σε άλλα πρόσωπα ή σε μια κατάσταση: η κυριαρχία του άνδρα στην κοινωνία μας
✦ το απόλυτο δικαίωμα μιας πολιτείας να είναι εξωτερικά ανεξάρτητη και εσωτερικά κυρίαρχη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–