κυριακός


κυριακός
Προφορά

Ετυμολογία
κυριακός αρχαία ελληνική κυριακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυριακός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύριο, τον Θεό: κυριακός οίκος, η εκκλησία – κυριακή προσευχή
✦ θηλ. Κυριακή ως ουσ., βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.