κυπαρίσσι


κυπαρίσσι
Προφορά

Ετυμολογία
κυπαρίσσι μεταγενέστερη ελληνική κυπαρίσσιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κυπάρισσος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κυπαρίσσι

✦ αειθαλές κωνοφόρο δέντρο: στο κοιμητήριο είναι στημένα δυο κυπαρίσσια αδελφωμένα (Διον. Σολωμός)
(μτφ. ) ευθυτενής: κορμί κυπαρίσσι
✦ φρ. στα κυπαρίσσια, στο νεκροταφείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.