κυπέλλωση
Προφορά
Ετυμολογία
κυπέλλωση κύπελλο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κυπέλλωση
✦ μεταλλουργική μέθοδος αποχωρισμού, με οξείδωση, ενός ή περισσότερων στοιχείων από ρευστό μίγμα: χαρακτηριστικό παράδειγμα κυπέλλωσης είναι ο αποχωρισμός του αργύρου από μολυβδούχα ορυκτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–