κυκλωτός
Προφορά
Ετυμολογία
κυκλωτός αρχαία ελληνική κυκλωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κυκλωτός -ή, -ό
✦ αυτός που έχει σχήμα κύκλου, κυκλικός
✦ περιφερειακός: κυκλωτός δρόμος
✦ (κ. μτφ.): ατένισε το ακροατήριό του με μιαν αυστηρή κυκλωτή ματιά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–