κυκλοφορώ
Προφορά
Ετυμολογία
κυκλοφορώ αρχαία ελληνική κυκλοφορέομαι, -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κυκλοφορώ -είς, -εί
✦ θέτω σε κυκλοφορία
✦ κινούμαι, περιφέρομαι
✦ βρίσκομαι σε κυκλοφορία
✦ εκδίδω, εκδίδομαι
✦ πουλιέμαι, καταναλώνομαι
✦ (μτφ. ) διαδίδομαι: κυκλοφορούν διάφορες φήμες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–