κυκλοφοριακός
Προφορά
Ετυμολογία
κυκλοφοριακός κυκλοφορία
Ερμηνεία
κυκλοφοριακός
✦ κ. κυκλοφορικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο σχετικός με την κυκλοφορία: κυκλοφοριακή συμφόρηση – το κυκλοφοριακό πρόβλημα στις μεγάλες πόλεις
✦ (ανατομ.) κυκλοφορικό (σύστημα), το σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος στον οργανισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–