κυκλοφορητής
Προφορά
Ετυμολογία
κυκλοφορητής κυκλοφορώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κυκλοφορητής
✦ συσκευή που χρησιμοποιείται στα διάφορα συστήματα θέρμανσης και επιτρέπει την κυκλοφορία του ζεστού νερού ή αέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–