κυκλοφορία
Προφορά
Ετυμολογία
κυκλοφορία αρχαία ελληνική κυκλοφορία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κυκλοφορία
✦ κυκλική φορά, κυκλική κίνηση
✦ μετακίνηση από τόπο σε τόπο
✦ μεταβίβαση, συναλλαγή: κυκλοφορία του χρήματος
✦ πώληση, κατανάλωση: κυκλοφορία των εφημερίδων
✦ ανταλλαγή των προϊόντων της παραγωγής
✦ διάδοση: κυκλοφορία φημών – ιδεών
✦ κυκλοφορία τροχοφόρων, η κίνηση των αυτοκινήτων στους δρόμους
✦ κυκλοφορία του αίματος, η κίνηση του αίματος, που η καρδιά στέλνει με τις αρτηρίες στα όργανα και που επανέρχεται από τα όργανα στην καρδιά με τις φλέβες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–