κτιστικός


κτιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
κτιστικός μεταγενέστερη ελληνική κτιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κτιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος ή που ανήκει στον κτίστη ή το κτίσιμο: κτιστικές δαπάνες – κτιστικά εργαλεία
✦ πληθ. ουδ. κτιστικά ως ουσ., τα έξοδα για το κτίσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.