κτηματαγορά
Προφορά
Ετυμολογία
κτηματαγορά κτήμα + αγορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κτηματαγορά
✦ γραφείο ή τόπος όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες κτημάτων
✦ το σύνολο των τιμών που ισχύουν και οι συνθήκες που επικρατούν κατά την αγορά και πώληση κτημάτων σε ορισμένο χρόνο: η κτηματαγορά δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμη μετά τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–