κτίζω


κτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κτίζω αρχαία ελληνική κτίζω

Ερμηνεία
ρήμα κτίζω

✦ συναρμόζω δομικά υλικά για να κατασκευάσω τοίχο, κατασκευάζω οικοδόμημα: χτίζουμε σπίτι στην εξοχή
✦ φράζω ή περικλείω με τοίχο: χτίσαμε τη μια πλευρά της αυλής
✦ ιδρύω πόλη, οικίζω: ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε πολλές πόλεις
✦ δημιουργώ, δίνω σε κάτι ύπαρξη: ο Θεός έκτισε τον κόσμο

Συνώνυμα
οικοδομώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.