κτήτορας
Προφορά
Ετυμολογία
κτήτορας μεταγενέστερη ελληνική κτήτωρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κτήτορας
✦ κύριος, ιδιοκτήτης: κατά τον καιρόν εκείνον ουδείς ήτο κτήτωρ του ιδίου αυτού αγρού (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ (εκκλ.) ιδρυτής: κτήτωρ ιερού ναού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–