κτήση


κτήση
Προφορά

Ετυμολογία
κτήση αρχαία ελληνική κτῆσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κτήση

✦ απόκτηση
✦ ιδιοκτησία, περιουσία
✦ χώρα κατεχόμενη, εξουσιαζόμενη από ισχυρότερο κράτος: η Ινδία ήταν, παλαιότερα, αγγλική κτήση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.