κρόκος


κρόκος
Προφορά

Ετυμολογία
κρόκος αρχαία ελληνική κρόκος (= είδος κίτρινου λουλουδιού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κρόκος

✦ φυτό με κίτρινα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, βαφική, μαγειρική και αρωματοποιΐα
✦ κίτρινο βαφικό χρώμα, ζαφορά
✦ το κιτρινάδι του αβγού, η λέκιθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.