κροντήρι
Προφορά
Ετυμολογία
κροντήρι μεσαιωνική ελληνική κρυωτήριον (= εκείνο που κρυώνει το νερό)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κροντήρι
✦ πήλινο δοχείο για νερό, κανάτι
✦ ξύλινο δοχείο κρασιού: και φέρε σε κροντήρι ξομπλιαστό κρασί λιαστό (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–