κροκίδωση
Προφορά
Ετυμολογία
κροκίδωση απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘-└γαλλ┘ coagulation
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κροκίδωση
✦ φαινόμενο κατά το οποίο με την επίδραση φυσικών (π.χ. μεταβολή θερμοκρασίας) ή χημικών (π.χ. προσθήκη ηλεκτρολύτη) παραγόντων τεμαχίδια που αιωρούνται σε υγρό διάλυμα ή αέριο συσσωματώνονται και σχηματίζουν νιφάδες (κροκίδες) που εύκολα απομακρύνονται με καθίζηση ή διήθηση: η διαδικασία της κροκίδωσης αποτελεί συχνά το πρώτο στάδιο της κατεργασίας του πόσιμου νερού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–