κροκίδα


κροκίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κροκίδα αρχαία ελληνική κροκύς, -ύδος (= κλωστίτσα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κροκίδα

✦ το χνούδι υφάσματος ή υφαντικής ύλης
✦ ίζημα, κατακάθι ρευστού ή κολλοειδούς διαλύματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.