κροκέτα
Προφορά
Ετυμολογία
κροκέτα └γαλλ┘ croquette
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κροκέτα
✦ κυλινδρικό ή σφαιρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας ή άλλα υλικά πολτοποιημένα (ψάρι, μελιτζάνες, τυρί κτλ.) που πασπαλίζεται με τριμμένη φρυγανιά και τηγανίζεται σε καυτό λάδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–