κριθαράκι


κριθαράκι
Προφορά

Ετυμολογία
κριθαράκι υποκοριστικό του ουσιαστικού κριθάρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κριθαράκι

✦ είδος ζυμαρικού |(ιατρ.) μικρό φλεγμονώδες οίδημα στο χείλος του βλεφάρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.