κριάρι


κριάρι
Προφορά

Ετυμολογία
κριάρι μεσαιωνική ελληνική κριάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κριάρι

✦ αρσενικό πρόβατο: είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.