κρησαριστός


κρησαριστός
Προφορά

Ετυμολογία
κρησαριστός κρησαρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρησαριστός -ή, -ό

✦ περασμένος από κρησάρα, κοσκινισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.