κρηπίδα


κρηπίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κρηπίδα αρχαία ελληνική κρηπίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κρηπίδα

✦ βάση οικοδομήματος, θεμέλιο
✦ λιθόκτιστο τμήμα σε όχθη ή σε προκυμαία, κρηπίδωμα
(μτφ. ) βάση, στήριγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.