κρετόν


κρετόν
Προφορά

Ετυμολογία
κρετόν └γαλλ┘ cretonne, από το όν. της └γαλλ┘ πόλης Creton

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κρετόν

✦ λεπτό βαμβακερό ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.