κρετίνος


κρετίνος
Προφορά

Ετυμολογία
κρετίνος └γαλλ┘ crétin

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κρετίνος

✦ άτομο που πάσχει από κρετινισμό, ηλίθιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.