κρεσέντο


κρεσέντο
Προφορά

Ετυμολογία
κρεσέντο └ιταλ┘crescendo

Ερμηνεία
κρεσέντο

✦ (μουσ.) η βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.