κρεπάρω


κρεπάρω
Προφορά

Ετυμολογία
κρεπάρω └ιταλ┘crepare

Ερμηνεία
ρήμα κρεπάρω

✦ σπάζω, σχίζομαι
(μτφ. ) ξεσπώ σε βίαιη εκδήλωση, σκάζω: πήγε να κρεπάρει απ’ το θυμό του
✦ ξαίνω τα μαλλιά του κεφαλιού για να φουντώσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.