κρεπάρισμα


κρεπάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
κρεπάρισμα κρεπάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κρεπάρισμα

✦ σπάσιμο, σκίσιμο
✦ ξέσπασμα σε βίαιη εκδήλωση
✦ το ξάσιμο των μαλλιών του κεφαλιού για να φουντώσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.