κρεούργηση


κρεούργηση
Προφορά

Ετυμολογία
κρεούργηση κρεουργώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κρεούργηση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρεουργώ, τεμαχισμός, λιάνισμα κρέατος
(μτφ. ) άγρια ανθρωποσφαγή, μακελειό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.